- καθαγίασις
- (-εως) η , καθαγίασμός ο освящение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθαγίαση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαγιάζω, αγίασμα, εξαγνισμός, εξαγίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. στον λόγιο τ. καθαγίασις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek